Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Τεύχος 87 - επιλεγμένο απόσπασμα

Χριστίνα Λιναρδάκη, Διονυσιακά πάθη γυναικών: Μαινάδες

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις Μαινάδες, το πρώτο μας βήμα είναι να ξεχάσουμε τους πίνακες του Tiziano και του Rubens με τα διονυσιακά θέματα, να ξεχάσουμε τον Keats και τον «θεό των ποτηριών που πίνονται μονορούφι», να θυμόμαστε ότι η λέξη όργια σημαίνει θρησκευτικές τελετές (κυριολεκτικά, «ιερά έργα») και μεταφράζεται επομένως σε πράξη ευσέβειας και ότι βακχεύω σημαίνει «βιώνω ένα είδος θρησκευτικής εμπειρίας», την εμπειρία της κοινωνίας με τον θεό που μεταμορφώνει ένα ανθρώπινο ον σε βάκχον ή βάκχην.

Η λέξη «μαινάς» (στον ενικό) απαντάται ήδη στον Όμηρο, όπου συνδέεται με τη μανία. Οι Μαινάδες της μυθολογίας ήταν κατ’ αρχήν νύμφες στην ακολουθία του θεού Διονύσου. Φορούσαν στεφάνια από κισσό και νεβρίδες (ελαφριά φορέματα από δέρμα ελαφιού), διέτρεχαν τα βουνά και μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα. Λάτρευαν τον Διόνυσο με τραγούδια, «μανικούς» χορούς και κραυγές. Προς επαλήθευση του Ομήρου, το κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία, δηλαδή η πέρα από τη λογική υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά.

Βεβαίως ο μαιναδισμός δεν περιορίστηκε στις νύμφες. Η λατρεία του θεού Διονύσου απαιτούσε τη συμμετοχή των γυναικών στα όργια, τα οποία τελούνταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη στον Παρνασσό. Οι γυναίκες που συμμετείχαν σ’ αυτά ονομάζονταν μαινάδες (ή βάκχες ή θυιάδες). Κρατούσαν στο ένα χέρι αναμμένο πυρσό και στο άλλο θύρσο, δηλ. ένα ραβδί στολισμένο με κισσό κι ένα κουκουνάρι στην άκρη, και εβάκχευαν, δηλ. καταλαμβάνονταν από θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και το κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας τις δασωμένες πλαγιές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούν εξαντλημένες στο χώμα.

Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια με μέλι, γάλα και κρασί. Ακόμη, με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο και στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν ορμούσαν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια κι έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Όταν έτρωγε κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού «έφερνε μέσα του τον θεό» και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο κι εξευγένιζε τη ζωή του: αυτή ήταν η αξία του ωμοφαγίου.

Στο πιο ανατριχιαστικό ίσως τραγικό έργο απ' όσα έχουν σωθεί, τις Βάκχες του Ευριπίδη, όπου περιγράφεται ο σπαραγμός πρώτα της θηβαϊκής αγέλης και στη συνέχεια του Πενθέα από τις μαινάδες, προσδίδεται μια ευχαρίστηση στην ωμοφαγία, την οποία δύσκολα μπορεί να συμμεριστεί ο σύγχρονος αναγνώστης (ωμοφάγον χάριν). Πρόκειται ταυτόχρονα για κάτι το ιερό και το φρικτό, πλήρωση και μιαρότητα, θεία μετάληψη και μίασμα. Είναι η αέναη σύγκρουση αλλά και η εσωτερική ενότητα ανάμεσα στο άλογο και το έλλογο, τη νηφαλιότητα και την απελευθέρωση του ενστίκτου, τις πολιτισμένες κοινωνίες και τις μυστικές δυνάμεις της φύσης, τον θάνατο και τη ζωική ορμή, που βρίσκεται στη ρίζα κάθε θρησκείας διονυσιακού τύπου.

Αυτής ακριβώς της εμπειρίας πίστευαν οι Έλληνες, όπως και άλλοι λαοί,* ότι το κρασί αποτελούσε σε ορισμένες περιπτώσεις βοηθητικό μέσο. Η μέθη, όπως παρατήρησε ο William James, «διευρύνει, συνενώνει και λέει Ναι: μεταφέρει τον θιασώτη της από την ψυχρή περιφέρεια των πραγμάτων στον ακτινοβόλο πυρήνα: τον κάνει προς στιγμήν ένα με την αλήθεια». Έτσι, το κρασί αποκτά θρησκευτική αξία: αυτός που πίνει γίνεται ένθεος, έχει πιει τη θεότητα.

Αλλά το κρασί δεν ήταν το μόνο ούτε το σημαντικότερο μέσο θείας κοινωνίας. Οι μαινάδες στις Βάκχες δεν είναι μεθυσμένες. Ο Πενθέας νόμιζε ότι ήταν (206 εξ.), αλλά εμείς πληροφορούμαστε ρητώς ότι κάνει λάθος (686 εξ.): κάποιες προτιμούσαν να πίνουν νερό ή ακόμη και γάλα (704 εξ.). Εξ άλλου η μανία τους είναι κάτι περισσότερο από μια απλή μέθη κι ας θεωρείται πιθανό ότι στα βακχικά όργια ανακάτευαν σπόρους της ατρόπου, όπως είχε ονομάσει τον μανδραγόρα ο φυσιοδίφης Διοσκουρίδης, στο κρασί του Διονύσου για να την προκαλέσουν. Η μανία ισοδυναμούσε με μεταβολή της συνείδησης του ατόμου.

Άλλωστε, και ο ίδιος ο θεός Διόνυσος ήταν πολύ πιο σημαντικός και επικίνδυνος από έναν απλό θεό του οίνου, όπως αποκαλύπτουν η ωμοφαγία και οι ενσαρκώσεις του μέσω ζωομορφικών φορέων. Ο Διόνυσος είναι η αρχή της ζωώδους αίσθησης, η ατίθαση δύναμη την οποία ο άνθρωπος ζηλεύει στα ζώα κι επιθυμεί να αφομοιώσει. Η λατρεία του ήταν κατ' αρχήν μια προσπάθεια των ανθρώπων να επιτύχουν την ένωση μ’ αυτή τη δύναμη. Η επικράτεια μέσα στην οποία εκδηλώνεται αυτή η λατρεία προσδιορίζεται από αυτό που ο Πλούταρχος ονομάζει υγράν φύσιν, όχι μόνο την υγρή φωτιά που υπάρχει μέσα στο σταφύλι, αλλά και το χυμό που ρέει μέσα σ’ ένα νέο βλαστό, το αίμα που χτυπάει στις φλέβες ενός ζώου, όλα τα μυστηριώδη και ανεξέλεγκτα παλιρροϊκά ρεύματα στη ζωή της φύσης, που άλλοτε υποχωρούν κι άλλοτε πλημμυρίζουν.

Το ψυχολογικό αποτέλεσμα της λατρείας ήταν να απελευθερωθεί η ενστικτώδης ζωή του ανθρώπου από τα δεσμά που επιβάλλουν η λογική και τα κοινωνικά ήθη: ο πιστός αποκτούσε συνείδηση μιας παράξενης καινούριας ζωτικότητας που την απέδιδε στην ύπαρξη του θεού μέσα του κι επίσης η ατομική του συνείδηση συγχωνευόταν με την ομαδική συνείδηση (ο πιστός θιασεύεται ψυχάν, Βάκχες 75): ενωνόταν όχι μόνο με τον Κύριο της Ζωής αλλά και με τους συντρόφους του στη λατρεία, καθώς και με τη ζωή της γης (Βάκχες 726-7).

Η μανία επομένως αποτελούσε το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε ένθεος, πως ο θεός «μπήκε» μέσα του. Συνδέεται άλλωστε ετυμολογικά με τη λέξη μένος που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Δεν είναι επομένως μια απώλεια, το ότι «χάνει κανείς τα λογικά του», αλλά μια ενδυνάμωση, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη.

Οπωσδήποτε οι μαινάδες αποτελούσαν τη ζωντανή έκφραση μιας θρησκευτικής συμπεριφοράς και ενδεχομένως την ανάμνηση μιας θρησκευτικής εμπειρίας πολύ διαφορετικής από ο,τιδήποτε συνεπαγόταν η λατρεία των παραδοσιακών Ολύμπιων θεών. Όποια γυναίκα δινόταν στον θεό Διόνυσο έπρεπε να απαρνηθεί και να εκδυθεί την «αστική» της διάσταση, ώστε να γίνει μαινόμενη, βγαίνοντας από τους κοινωνικούς και άλλους περιορισμούς της πόλης. Επρόκειτο για μία βίωση του θείου που έφερνε σωτηρία στον άνθρωπο και πραγματοποιείτο μέσω της έκστασης. Δεν είναι τυχαίο που η διάδοση της λατρείας του Διονύσου στον λαό ήταν μεγάλη. Γι’ αυτόν, ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τις έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινότητας.

Ο Jean-Pierre Vernant γράφει σχετικά με το θέμα: «Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα και πάνω απ' όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες ως γυναίκες αποκλείονται από την πολιτική ζωή. Η θρησκευτική ιδιότητα που τις κάνει ικανές να παίξουν, ως Βάκχες, κυριαρχικό ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία, είναι το αντίστροφο αυτής της κατωτερότητας που τις σημαδεύει στο πολιτικό επίπεδο και που τους απαγορεύει να συμμετέχουν - ισότιμα με τους άντρες - στη διακυβέρνηση της πόλης. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού [...]. Το θρησκευτικό, λοιπόν, ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν στο περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης. Μερικά λατρευτικά επίθετα του Διονύσου, όπως Ελευθέριος και Λύσιος, μαρτυρούν αυτή τη διαπλοκή του κοινωνικού και του θρησκευτικού στοιχείου και την ίδια επιδίωξη για ελευθερία και απολύτρωση. Πράγματι αυτό που προσφέρει η διονυσιακή θρησκεία στους πιστούς - ακόμη και όταν ελέγχεται από το κράτος, όπως θα συμβεί την κλασική εποχή - είναι μια θρησκευτική εμπειρία αντίστροφη της επίσημης λατρείας. Δεν πρόκειται πια για την ιεροποίηση μιας τάξης, στην οποία πρέπει κανείς να ενταχθεί, αλλά για την απολύτρωση από την τάξη και την απελευθέρωση από τους εξαναγκασμούς που συνεπάγεται από ορισμένες απόψεις. Έτσι έχουμε αναζήτηση μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς και προσπάθεια να καταργηθούν όλα τα όρια, να πέσουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο, φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωικό και στο φυτικό, κοινωνικοί φραγμοί, όρια του εγώ».

Κι αν μια ανάλογη εμπειρία μπορεί να αποτελέσει για όσους αφήνουν το πνεύμα τους ανοικτό σ’ αυτήν πηγή βαθιάς πνευματικής δύναμης κι ευδαιμονίας, όσοι αρνούνται το γεγονός ότι το ανθρώπινο πνεύμα επιζητεί τη διονυσιακή εμπειρία και καταπιέζουν μέσα τους το αντίστοιχο αίτημα ή αρνούνται την ικανοποίησή του στους άλλους, το μεταμορφώνουν σε δύναμη αποσύνθεσης και ολέθρου, μια τυφλή φυσική δύναμη που σαρώνει τον αθώο μαζί με τον ένοχο. Όταν πια συμβεί αυτό, τότε είναι πολύ αργά για δικαιολογίες και παράπονα: στο δικό μας «ίσως» η οριστική απόφαση της φύσης είναι «πρέπει». Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να δεχθούμε αυτή την απάντηση και να την αντέξουμε όσο μπορούμε. Το να αντιστέκεται κανείς στον Διόνυσο είναι σαν να καταπιέζει το πνεύμα της φύσης του: η τιμωρία είναι η αιφνίδια και ολοκληρωτική κατάρρευση των εσωτερικών φραγμών, τότε που το πνεύμα ξεπηδά βίαια και ο πολιτισμός εξαφανίζεται.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ηλεκτρονική συλλογική εγκυκλοπαίδεια “WIKIPEDIA”, λήμμα «Μαινάδες».
- Άρθρο «Οι μύθοι και τα μυστήρια του Παγγαίου» της φιλολόγου Ελ. Γαραντούδη που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Καβάλας.
- Άρθρο «Το φως και το σκότος της μέθης» της Ζωής Βερβεροπούλου για τις Βάκχες του ΚΘΒΕ.
- «Βάκχες» του Ε.R.Dodds, εκδ. Καρδαμίτσα.
- "The Varieties of Religious Experience", William James, 1902.
- «Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα», Jean-Pierre Vernant, 1989, εκδ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ-ΔΑΙΔΑΛΟΣ,
- Ελληνική Μυθολογία, 5τομο έργο, γεν. εποπτεία Ι.Θ.Κακριδή, Εκδοτική Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: