Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γυναίκες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γυναίκες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Τεύχος 88 - Περιεχόμενα



Αφιέρωμα: Πάθη γυναικών στην αρχαία Ελλάδα (β΄μέρος)
Γράφουν: Άννα Μαυρολέων (Το "πάθος" της Αντιγόνης), Λαμπρίνα Α. Μαραγκού (Φαίδρα: Μια αποδόμηση του συντριπτικού πάθους), Ευτ. Νικολακοπούλου (Ο παράνομος βασανιστικός έρωτας της Φαίδρας), Αγγ. Βοζίκα - Ευάγγ. Καφετζόπουλος (Το τραγικό πάθος στο αρχαιοελληνικό δράμα), Κωνσταντίνος Μπούρας (Αγαύη του πάθους και της εκρηκτικής μανίας), Ευαγγ. Μισραχή (Κασσάνδρα), Αλέξ. Καραφωτιάς (Νιοβίδαι πάσχουσαι), Γεράσιμος Α. Ρηγάτος (Οι Κορίνθιες Ροδόπη και Βοΐσκα, οι Ρωμαίοι και ο "ελευθέριος πότμος")

Νέα ελληνική πεζογραφία: Βασίλης Γκουρογιάννης - συνέντευξη

Αφιέρωμα: Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852)
Γράφουν: Μάκης Αποστολάτος (Αντί προλόγου η διά της θέασης γνωριμία μας με τον Γκόγκολ), Γιώργος Γιάνναρης (Νικολάι Γκόγκολ: το σκιάχτρο ενός συγγραφέα), Λ. Θεοχαρόπουλος (Πολιτικές και κοινωνικές ιδέες του Νικολάι Γκόγκολ), Χρυσάνθη Κακουλίδου (Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ στις εικαστικές τέχνες και το θέατρο), Δημήτρης Ι. Καραμβάλης (Τα διηγήματα του Νικολάι Γκόγκολ), Δημήτρης Κράνης (Αυτός ο θαυμάσιος πρώιμος Νικολάι Γκόγκολ), Γιάννης Μότσιος (Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ-αποσπάσματα από το άρθρο "Για το τι είναι λέξη"), Βασίλης Φίλιας (Ο Ν. Γκόγκολ και η ρώσικη κοινωνία της εποχής του)

Νίκος Τσούλιας - Μικρές αφηγήσεις για το βιβλίο ή βιβλιοφιλίας εγκώμιον

Νίκος Χουρδάκης - Για την ποίηση της ήττας, ένα βασικό ανθολόγιο

Βιβλιο-Παρουσίαση
Γράφουν: Κρ. Λιβανίου (Ζυράννα Ζατέλη: Το πάθος χιλιάδες φορές), "Ομπρέλα" (Γεράσιμος Ρηγάτος: Ο πόνος στον πολιτισμό και στην ιστορία της ιατρικής) Α. Κομποχόλη (Νίκη Αναστασέα: Οι μικρές απολαύσεις του κυρίου Ευαγγελινού), Δημ. Ι. Καραμβάλης (Θανάσης Παμπόρης: Το κόκκινο πασούμι)

Το ποίημα του τεύχους - Φιλέας Τετράζης: Δε μπορώ Νέλλη

Αλιεύματα
Γράφουν: Σωτήρης Λειβαθηνός, Ήλια Λούτα

Τεύχος 87 - Περιεχόμενα



Αφιέρωμα στον Δημ. Κεράνη
Γράφουν: Γεράσιμος Α. Ρηγάτος (Πόσο ξαφνικά συννέφιασε κι ήταν ήδη σούρουπο: Σημειώσεις για τη ζωή και το έργο του Δημήτρη Ν. Κεράνη), Πάνος Λιγομενίδης (Οι αξίες του ανθρώπου και το 2ο θερμοδυναμικό αξίωμα – Πρόλογος στο ομώνυμο βιβλίο του Δημ. Ν. Κεράνη), Δημ. Κεράνης – επιλογή από το έργο του, Αλέκος Χ. Πέτρου (Μνήμη Δημ. Κεράνη)

Αφιέρωμα: Κάρολος Δαρβίνος
Γράφουν: Γ.Α.Ρ. (Φίλοι και εχθροί του δαρβινισμού), Γεράσιμος Α. Ρηγάτος (Αρχαίοι Έλληνες και Ευρωπαίοι πρόδρομοι του Κάρολου Δαρβίνου), Γιώργος Κυράκης (Ο Δαρβίνος και η εποχή του), Νίκος Τσούλιας (Η δυναμική της εξελικτικής θεωρίας), Γιάννης Πανούσης (Ο Δαρβίνος και ο «Γεννημένος εγκληματίας» του Lombroso), Λ. Θεοχαρόπουλος (Η ιδεολογική διένεξη «δημιουργιστών» και «εξελικτικών» (δαρβινιστών)), Αχ. Σπυρόπουλος (Η εξελικτική πορεία του Δαρβίνου προς τη θεωρία της εξέλιξης

Αφιέρωμα: Πάθη γυναικών στην αρχαία Ελλάδα
Γράφουν: Λ. Μαραγκού – Νικ. Κάμπος (Μια συζήτηση αντί εισαγωγής), Χρ. Λιναρδάκη (Διονυσιακά πάθη γυναικών: Μαινάδες), Κρυσταλλία Λιβανίου (Πάθος και πάθη γυναικών στην αρχαία ελληνική γραμματεία: η Ασπασία), Δ. Ι. Καραμβάλης (Τα πάθη των γυναικών στον Αριστοφάνη), Αγγελική Κομποχόλη (Άλκηστη, η αμίλητη κόρη)

Μάκης Αποστολάτος – Το σώμα στη νεωτερική μας ποίηση

Κατερίνα Τσιτσεκλή – Το σώμα στον Αρθούρο Ρεμπώ

Δ. Ι. Καραμβάλης – Ιχνηλασία στο «Πορφυρό φως» της Αθανασίας Δανέλλη

Βάνα Βαβέτση – Οι «Τηλεθάνατοι» του Γ. Απαρθινού

Βιβλιο-Παρουσίαση

Γράφουν: Μάκης Αποστολάτος (Κωνσταντίνος Γ. Βασιλείου: Καπιταλισμός άνευ διδασκάλου), Σωτήρης Λειβαθηνός (Κωνσταντίνος Μπούρας: Διασκεδάζοντας μετ’ ευτελείας και Έλλη Συναδινού: Πολύπτυχον), Γεράσιμος Α. Ρηγάτος (Αρίστη Τρεντέλ: Άρτεμις), Αγγελική Κομποχόλη (Λαμπρίνα Μαραγκού: Το καλοκαίρι με τη μέδουσα)

Το ποίημα του τεύχους - Π. Σερενές: Λέξεις σε πινακίδες δρόμων

Προκήρυξη διαγωνισμού: Παρασκευές «περι-ποιήσεως» της ΕΠΟΣ

Τεύχος 87 - επιλεγμένο απόσπασμα

Χριστίνα Λιναρδάκη, Διονυσιακά πάθη γυναικών: Μαινάδες

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις Μαινάδες, το πρώτο μας βήμα είναι να ξεχάσουμε τους πίνακες του Tiziano και του Rubens με τα διονυσιακά θέματα, να ξεχάσουμε τον Keats και τον «θεό των ποτηριών που πίνονται μονορούφι», να θυμόμαστε ότι η λέξη όργια σημαίνει θρησκευτικές τελετές (κυριολεκτικά, «ιερά έργα») και μεταφράζεται επομένως σε πράξη ευσέβειας και ότι βακχεύω σημαίνει «βιώνω ένα είδος θρησκευτικής εμπειρίας», την εμπειρία της κοινωνίας με τον θεό που μεταμορφώνει ένα ανθρώπινο ον σε βάκχον ή βάκχην.

Η λέξη «μαινάς» (στον ενικό) απαντάται ήδη στον Όμηρο, όπου συνδέεται με τη μανία. Οι Μαινάδες της μυθολογίας ήταν κατ’ αρχήν νύμφες στην ακολουθία του θεού Διονύσου. Φορούσαν στεφάνια από κισσό και νεβρίδες (ελαφριά φορέματα από δέρμα ελαφιού), διέτρεχαν τα βουνά και μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα. Λάτρευαν τον Διόνυσο με τραγούδια, «μανικούς» χορούς και κραυγές. Προς επαλήθευση του Ομήρου, το κυριότερο χαρακτηριστικό των Μαινάδων ήταν η εκστατική μανία, δηλαδή η πέρα από τη λογική υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά.

Βεβαίως ο μαιναδισμός δεν περιορίστηκε στις νύμφες. Η λατρεία του θεού Διονύσου απαιτούσε τη συμμετοχή των γυναικών στα όργια, τα οποία τελούνταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη στον Παρνασσό. Οι γυναίκες που συμμετείχαν σ’ αυτά ονομάζονταν μαινάδες (ή βάκχες ή θυιάδες). Κρατούσαν στο ένα χέρι αναμμένο πυρσό και στο άλλο θύρσο, δηλ. ένα ραβδί στολισμένο με κισσό κι ένα κουκουνάρι στην άκρη, και εβάκχευαν, δηλ. καταλαμβάνονταν από θρησκευτική υστερία. Ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και το κρύο της χειμωνιάτικης νύχτας τις δασωμένες πλαγιές του βουνού, ενώ τα τύμπανα και ο αυλός συνόδευαν τους έξαλλους χορούς τους, ώσπου να σωριαστούν εξαντλημένες στο χώμα.

Στην αλλοφροσύνη τους έβλεπαν να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια με μέλι, γάλα και κρασί. Ακόμη, με την πίστη πως ο Διόνυσος είχε ενσαρκωθεί σε ζώο και στην επιθυμία τους να κοινωνήσουν μαζί του, όποιο αγρίμι έβρισκαν ορμούσαν και το έπιαναν, το ξέσκιζαν με τα χέρια κι έτρωγαν τις σάρκες του ωμές. Όταν έτρωγε κανείς ωμό λίγο από το κρέας του ζώου αυτού «έφερνε μέσα του τον θεό» και αυτό πίστευαν πως ανακαίνιζε τον άνθρωπο κι εξευγένιζε τη ζωή του: αυτή ήταν η αξία του ωμοφαγίου.

Στο πιο ανατριχιαστικό ίσως τραγικό έργο απ' όσα έχουν σωθεί, τις Βάκχες του Ευριπίδη, όπου περιγράφεται ο σπαραγμός πρώτα της θηβαϊκής αγέλης και στη συνέχεια του Πενθέα από τις μαινάδες, προσδίδεται μια ευχαρίστηση στην ωμοφαγία, την οποία δύσκολα μπορεί να συμμεριστεί ο σύγχρονος αναγνώστης (ωμοφάγον χάριν). Πρόκειται ταυτόχρονα για κάτι το ιερό και το φρικτό, πλήρωση και μιαρότητα, θεία μετάληψη και μίασμα. Είναι η αέναη σύγκρουση αλλά και η εσωτερική ενότητα ανάμεσα στο άλογο και το έλλογο, τη νηφαλιότητα και την απελευθέρωση του ενστίκτου, τις πολιτισμένες κοινωνίες και τις μυστικές δυνάμεις της φύσης, τον θάνατο και τη ζωική ορμή, που βρίσκεται στη ρίζα κάθε θρησκείας διονυσιακού τύπου.

Αυτής ακριβώς της εμπειρίας πίστευαν οι Έλληνες, όπως και άλλοι λαοί,* ότι το κρασί αποτελούσε σε ορισμένες περιπτώσεις βοηθητικό μέσο. Η μέθη, όπως παρατήρησε ο William James, «διευρύνει, συνενώνει και λέει Ναι: μεταφέρει τον θιασώτη της από την ψυχρή περιφέρεια των πραγμάτων στον ακτινοβόλο πυρήνα: τον κάνει προς στιγμήν ένα με την αλήθεια». Έτσι, το κρασί αποκτά θρησκευτική αξία: αυτός που πίνει γίνεται ένθεος, έχει πιει τη θεότητα.

Αλλά το κρασί δεν ήταν το μόνο ούτε το σημαντικότερο μέσο θείας κοινωνίας. Οι μαινάδες στις Βάκχες δεν είναι μεθυσμένες. Ο Πενθέας νόμιζε ότι ήταν (206 εξ.), αλλά εμείς πληροφορούμαστε ρητώς ότι κάνει λάθος (686 εξ.): κάποιες προτιμούσαν να πίνουν νερό ή ακόμη και γάλα (704 εξ.). Εξ άλλου η μανία τους είναι κάτι περισσότερο από μια απλή μέθη κι ας θεωρείται πιθανό ότι στα βακχικά όργια ανακάτευαν σπόρους της ατρόπου, όπως είχε ονομάσει τον μανδραγόρα ο φυσιοδίφης Διοσκουρίδης, στο κρασί του Διονύσου για να την προκαλέσουν. Η μανία ισοδυναμούσε με μεταβολή της συνείδησης του ατόμου.

Άλλωστε, και ο ίδιος ο θεός Διόνυσος ήταν πολύ πιο σημαντικός και επικίνδυνος από έναν απλό θεό του οίνου, όπως αποκαλύπτουν η ωμοφαγία και οι ενσαρκώσεις του μέσω ζωομορφικών φορέων. Ο Διόνυσος είναι η αρχή της ζωώδους αίσθησης, η ατίθαση δύναμη την οποία ο άνθρωπος ζηλεύει στα ζώα κι επιθυμεί να αφομοιώσει. Η λατρεία του ήταν κατ' αρχήν μια προσπάθεια των ανθρώπων να επιτύχουν την ένωση μ’ αυτή τη δύναμη. Η επικράτεια μέσα στην οποία εκδηλώνεται αυτή η λατρεία προσδιορίζεται από αυτό που ο Πλούταρχος ονομάζει υγράν φύσιν, όχι μόνο την υγρή φωτιά που υπάρχει μέσα στο σταφύλι, αλλά και το χυμό που ρέει μέσα σ’ ένα νέο βλαστό, το αίμα που χτυπάει στις φλέβες ενός ζώου, όλα τα μυστηριώδη και ανεξέλεγκτα παλιρροϊκά ρεύματα στη ζωή της φύσης, που άλλοτε υποχωρούν κι άλλοτε πλημμυρίζουν.

Το ψυχολογικό αποτέλεσμα της λατρείας ήταν να απελευθερωθεί η ενστικτώδης ζωή του ανθρώπου από τα δεσμά που επιβάλλουν η λογική και τα κοινωνικά ήθη: ο πιστός αποκτούσε συνείδηση μιας παράξενης καινούριας ζωτικότητας που την απέδιδε στην ύπαρξη του θεού μέσα του κι επίσης η ατομική του συνείδηση συγχωνευόταν με την ομαδική συνείδηση (ο πιστός θιασεύεται ψυχάν, Βάκχες 75): ενωνόταν όχι μόνο με τον Κύριο της Ζωής αλλά και με τους συντρόφους του στη λατρεία, καθώς και με τη ζωή της γης (Βάκχες 726-7).

Η μανία επομένως αποτελούσε το ζωντανό σημάδι πως κάποιος έγινε ένθεος, πως ο θεός «μπήκε» μέσα του. Συνδέεται άλλωστε ετυμολογικά με τη λέξη μένος που σημαίνει τη δύναμη του νου, την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου. Δεν είναι επομένως μια απώλεια, το ότι «χάνει κανείς τα λογικά του», αλλά μια ενδυνάμωση, μια τόνωση της αίσθησης που έχει ο καθένας για την πνευματική του δύναμη.

Οπωσδήποτε οι μαινάδες αποτελούσαν τη ζωντανή έκφραση μιας θρησκευτικής συμπεριφοράς και ενδεχομένως την ανάμνηση μιας θρησκευτικής εμπειρίας πολύ διαφορετικής από ο,τιδήποτε συνεπαγόταν η λατρεία των παραδοσιακών Ολύμπιων θεών. Όποια γυναίκα δινόταν στον θεό Διόνυσο έπρεπε να απαρνηθεί και να εκδυθεί την «αστική» της διάσταση, ώστε να γίνει μαινόμενη, βγαίνοντας από τους κοινωνικούς και άλλους περιορισμούς της πόλης. Επρόκειτο για μία βίωση του θείου που έφερνε σωτηρία στον άνθρωπο και πραγματοποιείτο μέσω της έκστασης. Δεν είναι τυχαίο που η διάδοση της λατρείας του Διονύσου στον λαό ήταν μεγάλη. Γι’ αυτόν, ο Διόνυσος ήταν ο Λύσιος, ο θεός που λύτρωνε τους ανθρώπους από τις έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινότητας.

Ο Jean-Pierre Vernant γράφει σχετικά με το θέμα: «Η διονυσιακή θρησκεία είναι, λοιπόν, πρώτα και πάνω απ' όλα υπόθεση των γυναικών. Οι γυναίκες ως γυναίκες αποκλείονται από την πολιτική ζωή. Η θρησκευτική ιδιότητα που τις κάνει ικανές να παίξουν, ως Βάκχες, κυριαρχικό ρόλο στη διονυσιακή θρησκεία, είναι το αντίστροφο αυτής της κατωτερότητας που τις σημαδεύει στο πολιτικό επίπεδο και που τους απαγορεύει να συμμετέχουν - ισότιμα με τους άντρες - στη διακυβέρνηση της πόλης. Αλλά και οι δούλοι βρίσκουν επίσης μια θέση στις διονυσιακές λατρείες, μια θέση που κανονικά δεν μπορούν να έχουν αλλού [...]. Το θρησκευτικό, λοιπόν, ρεύμα της διονυσιακής θρησκείας προσέφερε σε μια παλιά εποχή, ένα πλαίσιο συγκέντρωσης σε όσους βρίσκονταν στο περιθώριο της αναγνωρισμένης κοινωνικής τάξης. Μερικά λατρευτικά επίθετα του Διονύσου, όπως Ελευθέριος και Λύσιος, μαρτυρούν αυτή τη διαπλοκή του κοινωνικού και του θρησκευτικού στοιχείου και την ίδια επιδίωξη για ελευθερία και απολύτρωση. Πράγματι αυτό που προσφέρει η διονυσιακή θρησκεία στους πιστούς - ακόμη και όταν ελέγχεται από το κράτος, όπως θα συμβεί την κλασική εποχή - είναι μια θρησκευτική εμπειρία αντίστροφη της επίσημης λατρείας. Δεν πρόκειται πια για την ιεροποίηση μιας τάξης, στην οποία πρέπει κανείς να ενταχθεί, αλλά για την απολύτρωση από την τάξη και την απελευθέρωση από τους εξαναγκασμούς που συνεπάγεται από ορισμένες απόψεις. Έτσι έχουμε αναζήτηση μιας ριζικά διαφορετικής εμπειρίας, μακριά από την καθημερινή ζωή, τις συνηθισμένες ασχολίες, τους υποχρεωτικούς καταναγκασμούς και προσπάθεια να καταργηθούν όλα τα όρια, να πέσουν όλοι οι φραγμοί που προσδιορίζουν έναν οργανωμένο κόσμο, φραγμοί ανάμεσα στον άνθρωπο και στο θεό, στο φυσικό και στο υπερφυσικό, ανάμεσα στο ανθρώπινο, στο ζωικό και στο φυτικό, κοινωνικοί φραγμοί, όρια του εγώ».

Κι αν μια ανάλογη εμπειρία μπορεί να αποτελέσει για όσους αφήνουν το πνεύμα τους ανοικτό σ’ αυτήν πηγή βαθιάς πνευματικής δύναμης κι ευδαιμονίας, όσοι αρνούνται το γεγονός ότι το ανθρώπινο πνεύμα επιζητεί τη διονυσιακή εμπειρία και καταπιέζουν μέσα τους το αντίστοιχο αίτημα ή αρνούνται την ικανοποίησή του στους άλλους, το μεταμορφώνουν σε δύναμη αποσύνθεσης και ολέθρου, μια τυφλή φυσική δύναμη που σαρώνει τον αθώο μαζί με τον ένοχο. Όταν πια συμβεί αυτό, τότε είναι πολύ αργά για δικαιολογίες και παράπονα: στο δικό μας «ίσως» η οριστική απόφαση της φύσης είναι «πρέπει». Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να δεχθούμε αυτή την απάντηση και να την αντέξουμε όσο μπορούμε. Το να αντιστέκεται κανείς στον Διόνυσο είναι σαν να καταπιέζει το πνεύμα της φύσης του: η τιμωρία είναι η αιφνίδια και ολοκληρωτική κατάρρευση των εσωτερικών φραγμών, τότε που το πνεύμα ξεπηδά βίαια και ο πολιτισμός εξαφανίζεται.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ηλεκτρονική συλλογική εγκυκλοπαίδεια “WIKIPEDIA”, λήμμα «Μαινάδες».
- Άρθρο «Οι μύθοι και τα μυστήρια του Παγγαίου» της φιλολόγου Ελ. Γαραντούδη που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Καβάλας.
- Άρθρο «Το φως και το σκότος της μέθης» της Ζωής Βερβεροπούλου για τις Βάκχες του ΚΘΒΕ.
- «Βάκχες» του Ε.R.Dodds, εκδ. Καρδαμίτσα.
- "The Varieties of Religious Experience", William James, 1902.
- «Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα», Jean-Pierre Vernant, 1989, εκδ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ-ΔΑΙΔΑΛΟΣ,
- Ελληνική Μυθολογία, 5τομο έργο, γεν. εποπτεία Ι.Θ.Κακριδή, Εκδοτική Αθηνών.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Τεύχος 81 - Περιεχόμενα



Αφιέρωμα: Γυναίκες του μύθου – από την Αριάδνη στη Μήδεια
Γράφουν: Λαμπρίνα Μαραγκού (εισαγωγικό σημείωμα), Μ. Γ. Μερακλής (Ευριπίδου “Μήδεια” - μια συμπληρωματική ερμηνευτική εκδοχή), Στέλλα Πριόβολου (Από τη Μήδεια του Ευριπίδη και του Σενέκα στη Μήδεια του Dario Fo και της Franca Rame), Λαμπρίνα Μαραγκού (Αριάδνη: η μετοίκηση του πάνδημου έρωτα), Κ. Δήμου (Ο μύθος της Αριάδνης συνοπτικά – μικρό σημείωμα για δύο πόλους), Ευτυχία Νικολακοπούλου (Το ανελέητο πάθος της ευριπιδικής Μήδειας), Δημοσθένης Δαβέττας (Μήδεια: ο μαύρος ήλιος), Γ.Α. Ρηγάτος (Μήδεια: μια μάγισσα-φαρμακεύτρια-θεραπεύτρια της προϊστορίας), Αγγελική Κομποχόλη (Ο μύθος της Μήδειας στη νεοελληνική αφηγηματική παράδοση - Το παραμύθι της κόρης του Ήλιου), Αγγελική Καρδαρά (Συσχετισμός της Μήδειας με τη Φόνισσα του Α. Παπαδιαμάντη – Μια προσέγγιση στην ψυχοπαθολογία της δολοφονίας), Άννα Μαυρολέων (Οι επιδαύρειες Μήδειες), Γρηγόρης Τεχλεμετζής (“Ανοχή” και “οίκτος” του κοινού στη Μήδεια του Ευριπίδη), Κατερίνα Τσιτσεκλή (Ζαν Ανούιγ: μια άλλη Μήδεια), Κωνσταντίνος Μπούρας (Μήδεια-Αγαύη, χθες, σήμερα, αύριο), Μάκης Αποστολάτος (Η κατά Παζολίνι Μήδεια: συγκρούσεις-ανιχνεύσεις-εκδοχές), Κωνσταντίνος Κοτσιαρός (Μήδεια-μορφώσεις: ο μύθος της Μήδειας στη γερμανόγλωσση και ευρωπαϊκή λογοτεχνία)

Αφιέρωμα: Διονύσης Τροβάς, 100 χρόνια από τη γέννησή του
Γράφουν: Β.Δ. Αναγνωστόπουλος (Διονύσης Α. Τροβάς 1908-1998: ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο πεζογράφος), Ράνια Μουσούλη (Ο Διονύσης Τροβάς: ανάλυση και παρουσίαση του έργου του), Ευτυχία Αδειλινή-Μουσούλη (20 με 40 χρόνια πέρασαν... σαν χελιδόνια), Αντώνης Ε. Σοφουλάκης (Διονύσης Α. Τροβάς)

Νέα ελληνική πεζογραφία: Γ. Ξανθούλης, Κ. Ακρίβος (συνεντεύξεις)

Φ. Νικολόπουλος – Η μαρξική επαναστατική σκέψη, το φροϋδικό επαναστατικό άνοιγμα προς τον κόσμο του ασυνειδήτου και οι απελευθερωτικές τους δυνατότητες

Βιβλιο-Παρουσίαση
Γράφουν: Σ. Αναστασάκος (Γιώργος Χρονάς: Το μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ), Λ. Θεοχαρόπουλος (Θοδωρής Καλλιφατίδης: Στο βλέμμα της), Γ. Πετρόπουλος (Δ. Σέρρας: Οι κήποι της απόδρασης)

Αλιεύματα
από τον Σωτήρη Λειβαθηνό

Με το γάντι
Γράφει ο Νικάνωρ Κάμπος

Τεύχος 81 - επιλεγμένο κείμενο

M. Γ. Μερακλής: Ευριπίδου «Μήδεια» - Μια συμπληρωματική ερμηνευτική εκδοχή

Η θρυλική αυτή τραγωδία του Ευριπίδη είναι βέβαια η τραγωδία του έρωτα και του θανάτου, του θανάσιμου έρωτα. Ακούγοντας ο χορός των γυναικών τη Μήδεια να ξεφωνίζει από τον πόνο και το θυμό, της απευθύνει ένα σπαραχτικό ερώτημα, σε μια προσπάθεια να την παρηγορήσει: τι πάθος είναι αυτό, δυστυχισμένη, και τι πόνος για το προδομένο κρεβάτι, και τρέχεις να δώσεις τέλος με το θάνατό σου… (στ. 150-3). Οπωσδήποτε σε ένα κείμενό μου, όπου ανίχνευσα τη γενικότερη παρουσία του σύγχρονου τότε λαϊκού πολιτισμού στην τραγωδία, ανέδειξα ως προφανές γεγονός ότι, δίπλα στο μέγα θέμα του ερωτικού πάθους, κυριαρχεί επίσης και το θέμα του όρκου, και ειδικότερα της παραβίασής του. Από την αρχή ως το τέλος η Μήδεια καταγγέλλει την επιορκία του Ιάσονα. Και ζητάει τη συμπαράσταση των θεών στο δράμα της με τη βεβαιότητα ότι θα τιμωρήσουν τον επίορκο ή, καλύτερα, ότι η τιμωρία που η ίδια θα του επιβάλλει, όσο σκληρή κι αν είναι, θα έχει την έγκρισή τους, γιατί αυτή θα είναι σύμφωνη με τη θεία Δίκη. Στο βάθος καθιστά τους θεούς, οι οποίοι θεωρούν ιερό τον όρκο και μέγα έγκλημα την παραβίασή του, συναντιλήπτορες στο έργο που μελετά.

Μπορεί η εμμονή της Μήδειας στο ζήτημα της επιορκίας και της «ψευδορκίας» να θεωρηθεί ως προσπάθεια ηθικής κάλυψης της φοβερής πράξης στην οποία αποφάσισε να προχωρήσει. Όμως αυτό δείχνει κιόλας την εξέχουσα θέση που είχε ο όρκος στη λαϊκή πίστη, στη συλλογική συνείδηση. Και μπορεί να καταγγέλλεται συναφώς, κοινωνικότερα, μια χαλάρωση του θεσμού αυτού, ιδίως από τα ανώτερα στρώματα των πολιτών, θεσμού που συνέβαλλε σε μια πιο σφιχτή συνοχή της Πολιτείας.

Ενώ δεν έχει ακόμα η Μήδεια εμφανιστεί στη σκηνή, η «τροφός» πληροφορεί το χορό ότι μέσα στο σπίτι της η «δύστηνος, ητιμασμένη βοά» για τους όρκους πίστης που της έδινε ο άντρας της και τους πάτησε. Και καλεί για μάρτυρες τους θεούς, πως ατίμασε ο Ιάσονας τους όρκους. Οι φωνές της ακούγονται ως μέσα στα σπίτια των γυναικών. Και είναι γι’ αυτό που ήλθαν, θέλοντας να την παρηγορήσουν. Επικαλούνται κι αυτές τους θεούς, τη βεβαιώνουν ότι ο Δίας θα είναι μαζί της στην αδικία που υφίσταται.

Η Μήδεια εξακολουθεί να σπαράζει: «Μεγάλη Θέμιδα και αγία Αρτέμιδα, κοιτάξτε πως πονώ, κι ας είχα δέσει με όρκους μεγάλους τον καταραμένο μου άντρα». Απευθύνεται και στον Δία βεβαίως, που είναι ο κατ’ εξοχήν διαχειριστής («ταμίας») των όρκων των θνητών (στ. 169). Επανειλημμένα κράζει το Δία και την «ορκίαν Θέμιν». Ο χορός συντάσσεται σταθερά μαζί της στην υπεράσπιση των όρκων, προεκτείνοντας μάλιστα το πρόβλημα πολύ πιο πέρα από το συγκεκριμένο περιστατικό: το βλέπει ν’ απλώνεται σ’ όλη την Ελλάδα: «Βέβακε δ’ όρκων χάρις, ουδ’ ετ’ αιδώς Ελλάδι τα μεγάλα μένει» (στ. 439-40). Με αναισχυντία προδίδει ολόκληρη η Ελλάδα τους όρκους! Εδώ πια η φράση, βγαλμένη μάλιστα από το στόμα του χορού, παίρνει τη σημασία μιας πραγματικής, πλατιάς καταγγελίας για την παραμέληση ή απεμπόληση ενός παραδοσιακού λαϊκού θεσμού.

Φυσικά δεν αλλάζει στάση η Μήδεια και επί σκηνής. Μόλις έρχεται αντιμέτωπη με τον κυνικό Ιάσονα, θα τον κατηγορήσει για την καταπάτηση των όρκων που έδωσε. Δεν καταλαβαίνει, του λέει, αν αυτός πιστεύει πια στους ίδιους θεούς. Γιατί ασφαλώς γνωρίζει ο Ιάσων ότι δεν τήρησε τον όρκο («ουκ εύορκος ων»). Κι όταν αργότερα θα ζητήσει απ’ τον περαστικό από την Κόρινθο βασιλιά της Αθήνας Αιγέα να τη φιλοξενήσει στην πόλη του, δεν θα της είναι αρκετή η προφορική υπόσχεσή του. Θέλει να δεθεί με όρκο στους θεούς: στη μητέρα Γη, τον Ήλιο, και σα να μην έφταναν αυτοί οι κοσμολογικοί θεοί, του ζητεί η Μήδεια να ορκιστεί και σε «άπαν γένος» θεών. Ο Αιγέας ορκίζεται με τελετουργική σχολαστικότητα. Επιπλέον τον ρωτάει: Τι θα πάθεις «όρκω τώδε μη εμμένων;». Απαντάει εκείνος: Ό,τι παθαίνουν οι άνθρωποι που ασεβούν. Μόνο τότε θα ησυχάσει η Μήδεια. Κι όταν, ύστερα από όσα έπραξε, ανεβασμένη στο άρμα του Ήλιου θα φεύγει για την Αθήνα, θα στιγματίσει άλλη μια φορά τον Ιάσονα για το μέγα αμάρτημά του: «Ποιος θεός ή δαίμονας ακούει εσένα, τον «ψεύδορκον», που εξαπάτησε τους ξένους;» (στ. 1391-2).

Αν στη Μήδεια ο όρκος κι η επιορκία γίνονται ένα leit-motiv δίνοντας με τον τρόπο μιας φούγκας μεταβατική φάση ενός λαϊκού θεσμού, που ήδη ταλαντεύεται, στην κοινωνία, ανάμεσα στην αρχαϊκή κυριαρχία του και σε μιαν απαρχή χαλάρωσης της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητάς του, σε άλλα δράματα, και των τριών ποιητών, θίγονται κι άλλες πλευρές του θέματος του όρκου. Περιορίζομαι σ’ ένα μόνο παράδειγμα. Στις Ευμενίδες παρατηρούμε μιαν εξόφθαλμα καιροσκοπική χρήση του όρκου. Ήδη νωρίς μέσα στο δράμα, όταν ο Απόλλωνας διώχνει τις Ερινύες απ’ το ναό του με τον πιο σκαιό τρόπο, ο θεός αποφαίνεται ότι ο γάμος του Δία με την Ήρα, ο γάμος εν γένει, είναι πιο πάνω απ’ τον όρκο. Και πιο πέρα ο ίδιος θα επαναλάβει: «όρκος γαρ ούτι Ζηνός ισχύει πλέον» (στ. 621). Εντούτοις ο ίδιος, απευθυνόμενος στους δικαστές που θα δικάσουν τον Ορέστη, τους ζητεί να τηρήσουν τον όρκο τους, γι’ αυτό κιόλας ορισμένοι αποδίδουν το στίχο αυτόν στις Ευμενίδες. Η απόδοση πάντως του στίχου στον Απόλλωνα είναι προτιμότερη, για να δηλωθεί η αντιφατικότητα ή η αυθαιρεσία και πανουργία των νέων θεών. Άλλωστε και η Αθηνά, μολονότι προτρέπει τους δικαστές του Αρείου Πάγου να ψηφίσουν «αιδούμενοι τον όρκον», σεβόμενοι τον όρκο που έδωσαν (στ. 710), παρεμβαίνει με τρόπο που ανατρέπει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, γυρίζοντας την έκβαση της δίκης υπέρ του Ορέστη…

Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών & Ιωαννίνων

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Τεύχος 41 - Περιεχόμενα


Nadja Chrankowa – Πρώτη γνωριμία με τη νέα ταλαντούχο ζωγράφο

Κ. Σπανόπουλος – Ibakusha – Τα SOS από τον πνευματικό κόσμο (αναφορά στη Χιροσίμα)

Νέες εκδόσεις

Αφιέρωμα: Η γυναίκα στη νεοελληνική λογοτεχνία (κείμενα και πρακτικά συνεδρίου)

Βασίλης Ν. Λαμπρόπουλος (Πρόεδρος), Μάκης Αποστολάτος (Αντιπρόεδρος), Β. Δ. Αναγνωστόπουλος, Πάνος Σκοτεινιώτης (Νομάρχης Μαγνησίας), Βάλτερ Πούχνερ, Μαρία Λιτσάρδου, Τζίνα Καλογήρου, Μαρία Γκασούκα, Γ.Α., Κατερίνα Δημοπούλου, Θεοδόσης Πυλαρινός, Ελένη Καρασαββίδου, Βασιλική Λαλαγιάννη, Γιώργος Φρέρης, Σοφία Χατζηδημητρίου-Παράσχου