Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Τεύχος 88 - επιλεγμένο απόσπασμα

Μάκης Αποστολάτος, Αντί προλόγου η διά της θέασης γνωριμία μας με τον Γκόγκολ

«Είμαι ο Τάρας Μπούλμπα» έκραζε όταν ήθελε να επιβληθεί στους άλλους σπουδαστές της Σχολής στο νησί, αρχές της δεκαετίας του ’60, ο θηριώδης 15χρονος Παναγιωτίδης από την Αριδαία. Είχε δει τον Ουκρανό ήρωα στην χολλυγουντιανή υπερπαραγωγή και πάσχιζε κι αυτός λοιπόν να μεταδώσει την αγριάδα και τον τρόμο της προβολής. Το φιλμ, λίγα στοιχεία διατηρούσε -όπως διαπίστωσα πολύ αργότερα- από τις αρετές του μεγάλου έπους, μήτε καν τον ορθό τονισμό του ονόματος του μεγάλου επαναστάτη. Δεν είδα την ταινία, μα αν δεν μ’ απατά η μνήμη, είχα διασώσει από μια δύο σκηνές στα «προσεχώς»- βλέποντας το υπέροχο ασπρόμαυρο «Όταν περνούν οι γερανοί»-ένα μακελειό, όχι στη λήγουσα όπως θα ’πρεπε, μα παραλήγουσα…βιαιοτήτων ενός εξολοθρευτή με απωθητική φάτσα, τον οποίο -στα 12χρόνια μου- πέρασα για Άραβα! Για νά ’μαι ειλικρινής, συνηθισμένος από αναπαραστάσεις των πρώτων χρόνων του δημοτικού (όπου όλα τ’ αγόρια σχεδόν ταυτιζόμαστε με τον Λεωνίδα, τον Μέγα Αλέξανδρο, άντε τον Θεμιστοκλή, φτάναμε σ’ αδιέξοδο και τελικά δίναμε τη λύση καθώς χωριζόμαστε σ’ Αθηναίους και Σπαρτιάτες, αρχίζαμε τον πετροπόλεμο, άνοιγε και κανά κεφάλι, μα συνήθως προλαβαίναμε να ντυθούμε και… όλοι μαζί πετροβολούσαμε τους … κακούς Πέρσες, δηλαδή πάπιες στο ρόλο του «στόλου» τους, κότες αλανιάρες, βατράχια, πουλιά) αν και λιγάκι ώριμος πλέον, αντιπαθούσα όχι μόνο τον βίαιο Παναγιωτίδη, αλλά και τ΄όνομα Τάρας (ή Ταράς) Μπούλμπα και τα απεχθή καμώματά του.

Έτσι έγινε η πρώτη επαφή μου με αυτό το πολύπλευρο φαινόμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Αρνητική και άδικη για τον κορυφαίο δημιουργό, αλλά όχι σπάνια στο χώρο του θεάματος. Ωστόσο το φίλμ Παλτό (1959) του Αλεξέι Μπατάλοφ, διατήρησε το πάντρεμα ρεαλισμού και μεταφυσικής επιτυχώς. Όμως δεν είχε ανάλογη τύχη στην χώρα μας.

Θα κλείσω το κεφάλαιο σινεμά σε σχέση με τον Γκόγκολ όχι μόνο γιατί σαφώς παραμένουν λίγες οι μεταφορές βιβλίων του στην οθόνη, αλλά κι ελάχιστα γνωρίζουμε γι’ αυτές. Παραμένει κοινή διαπίστωση εξ άλλου πως σπάνιες υπήρξαν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες διατηρήθηκε η πιστότητα του κειμένου καταξιωμένων συγγραφέων στα φίλμ αλλά και το υψηλό επίπεδο της γραφής τους λόγω της διαμεσολάβησης παραγόντων οι οποίοι μεταθέτουν, ξεστρατίζουν ή και καλύπτουν με την εικόνα, την αμεσότητα της αυθεντικής αφήγησης. (Μια απ’ αυτές « Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι» του Μίλαν Κούντερα. Αυτός δήλωσε υπερβάλλοντας για τον σκηνοθέτη της, Φίλιπ Κάουφμαν, πως πέτυχε πιστή απόδοση της γραφής, του όντως εξαιρετικού πεζογραφήματός του, στην πραγματικά ενδιαφέρουσα ταινία του (1987) αλλά δεν νομίζω πως έπεισε τους μυημένους. Εκτός κι αν μαγεύτηκε από την γοητεία των πρωταγωνιστριών, Ζιλιέτ Μπινός και Λένα Όλιν ας πούμε, ή πέραν του μέτρου φιλοφρόνηση);

Ας ρίξουμε τώρα μια σοβαρή αλλά σύντομη ματιά στις θεατρικές σκηνές του τόπου, οι οποίες με το ανέβασμα έργων του Γκόγκολ, πρόσθεσαν αναγνωστικό κοινό στα πολυσυζητημέ-να δημιουργήματά του.

Με επιχειρήματα θα χαρακτηρίσει ο συγγραφέας τις Νεκρές Ψυχές ποίημα ή έπος, τονίζοντας πως «το μυθιστόρημα δεν καταπιάνεται με όλη τη ζωή, αλλά μ’ ένα σημαντικό γεγονός στη ζωή […] Η εποποιία θ’ αγκαλιάσει όχι κάποια γνωρίσματα αλλά όλο το χρονικό διάστημα της δράσης του ήρωα, με τη μορφή σκέψεων, δοξασιών, ακόμα και ομολογιών που έκανε τότε η ανθρωπότητα[…] Πολλά απ’ αυτά αν και είναι γραμμένα σε πεζό λόγο, μπορούν ωστόσο να συγκαταλεχτούν στα ποιητικά δημιουργήματα»).
Η παρένθεσή μας αυτή, σε καμμιά περίπτωση δεν αποτελεί αρνητικό σχόλιο γιατί δεν αξιοποιήθηκε η παραστατικότητα πεζών έργων του -τα οποία σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζει ο ίδιος εποποιίες- στις εγχώριες σκηνές, ερώτημα του οποίου ξεφεύγουν οι απαντήσεις από τα όρια του θέματός μας, άρα και η ερώτηση. Όμως όπου τούτο υπήρξε εφικτό, έγινε, συμβάλλοντας στην προβολή των πεζογραφικών του έργων.
Για παράδειγμα θ’ αναφέρω την αξιοσημείωτη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου (2003) της έξοχης νουβέλας Το Παλτό, σε μετάφραση Λεωνίδα Καρατζά, διασκευή-σκηνοθεσία Νίνας Τσούσοβα, σκηνικά-κοστούμια Βλαντιμίρ Μαρτιρόσοφ, από τον θίασο της Πειραματικής Σκηνής του Ε.Θ.

Ας δούμε λοιπόν κάποιες από τις πολλές παραστάσεις των δύο καθαρά θεατρικών έργων του Γκόγκολ, αρχίζοντας από τον Επιθεωρητή.

Σε αναφορά του Γιάννη Σιδέρη στην έκδοση του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, τ.Α΄(1797-1908), το πρώτο ανέβασμα έργων του Γκόγκολ στην χώρα μας έγινε με Τα Παντρολογήματα το 1893 (μτφ. Αγαθοκλή Κωνσταντινίδη, Θέατρο Τσόχα, Θιασάρχης Ε. Πανταζόπουλος) και ακολούθησε Ο Επιθεωρητής το 1900 στο Θέατρο Νεαπόλεως, με τον Θίασο του Δημοσθένη Αλεξιάδη.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία του Θεατρικού Μουσείου, ανέβηκε το 1919 η πρώτη επίσημη παράσταση στο Θέατρο Ολύμπια της Αθήνας από τον Θίασο Εταιρεία Ελληνικού Θεάτρου, ο Επιθεωρητής, σε μετάφραση Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Πρωταγωνιστές σημαντικά ονόματα της εποχής: Κων/νος Μουστάκας, Βέρα Νιρβάνα, Μερόπη Νέζερ, Αιμίλιος Βεάκης, Κώστας Μουσούρης, Χρ. Νέζερ, Λύσσανδρος Λύτρας, κ.α. συνθέτουν το κορυφαίο από σκηνής γεγονός της εποχής.

Και πάμε στο 1936 όπου το τότε Βασιλικό Θέατρο (Αγ. Κωνσταντίνου) θα παρουσιάσει στην Αλεξάνδρεια σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη και μετάφραση Π.Δ. Παναγόπουλου, τον Επιθεωρητή. Τον οποίο θα απολαύσουν το 1938 οι Θεσσαλονικείς με τους ίδιους συντελεστές και μετά θα τον δουν οι Αθηναίοι το 1939, από το τότε Άρμα Θέσπιδος του Βασιλικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη.

Ακολουθούν: 1945 θίασος Εθνικού Θεάτρου-Κεντρική Σκηνή σε σκηνοθεσία Σωκράτη Καραντινού και Αντ. Κριεζή, με ίδιο μεταφραστή, σκηνικά-κοστούμια Γιώργου Βακαλό και στους βασικούς ρόλους: Ελένη Χαλκούση, Χρ. Ευθυμίου, Μ. Ζαννή, Ι. Αυλωνίτης, Αντ. Κριεζής. Το 1963 σε σκηνοθεσία Μήτσου Λυγίζου στη Θεσσαλονίκη και σε περιοδεία, το ΚΘΒΕ προσφέρει μια ακόμα καλή παράσταση.

Κι ερχόμαστε στο 1971, στο Θέατρο Αλάμπρα. Σε μετάφραση Κώστα Σταματίου και σκηνοθεσία Κώστα Μπάκα, με τον θίασο Γιάννη Φέρτη και Ξένιας Καλογεροπούλου, όπου τους πλαισιώνουν οι Θύμιος Καρακατσάνης, Γιώργος Μοσχίδης, Δήμος Σταρένιος, Νίκος Κάπιος, Σταμ. Φασουλής, Λήδα Πρωτοψάλτη, Καίτη Λαμπροπούλου, Κίμων Μουζενίδης κ.α., με σκηνικά Δημ. Μυταρά και κοστούμια Αντώνη Φωκά, σ’ ένα σύνολο αξεπέραστο. Από τα τόσο σχήματα της μεταπολίτευσης ας σημειωθούν το εξαιρετικό αποτέλεσμα του Γ.Κιμούλη με Σπ. Κωνσταντόπουλο, Α. Γλυκοφρύδη, Ν.Κάπιο, Γ.Μούτσι (Θέατρο Τζένη Καρέζη, 1995) και του Γιώργου Μεσσάλα (2003 Θέατρο Αλκυονίς) με Α. Ντούζο, Όλγα Πολίτου, Ντένη Θέμελη.

Και κλείνουμε, πηγαίνοντας τέλος, στο απολαυστικό Παντρολογήματα. Από το 1945 με το Θέατρο Τέχνης του Κ.Κουν, ως το 2007 (Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου) έχουμε άφθονες παρα-στάσεις και στρατιά συντελεστών, λίγο πολύ γνωστών. Πρόχειρα θα θυμίσω μερικούς : Κ.Θ.Β.Ε., Εθνικό Θέατρο, Λ.Καλλέργης, Ν.Περέλης, Κ.Μπάκας, Γ.Μπέζος, Λ.Καρατζάς, ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και σχήματα περιφέρειας ουκ έστι αριθμός. Νομίζω, πως τούτος ο ελάχιστος φόρος τιμής σε φυσικά -και όχι μόνο- πρόσωπα στα οποία μεγάλο μέρος του κοινού χρωστάει την γνωριμία του με τη γραφίδα του Γκόγκολ, άξιζε να γίνει. Ο ιδιόρρυθμος λογοτέχνης με το βασανιστικό τέλος, υμνήθηκε από τον Πούσκιν τον κορυφαίο ρώσο ποιητή. Κι εγκωμιάστηκε από τον Μπελίνσκι στην ακμή του - άσχετα εάν αποδοκιμάστηκε κατά την πνευματική του κατάρρευση. Ας διαβαστεί λίγο περισσότερο από εμάς…

MAKHΣ ΑΠΟΣΤΟΛΑΤΟΣ

ΠΗΓΕΣ
1)Θεατρικό Μουσείο (αρχείο) Ακαδημίας 50, Αθήνα.
2)Π. Αντοκόλσκι, εισαγωγή στον Τόμο Νεκρές Ψυχές του Γκόγκολ ,εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος,1993.
3)Κείμενο Μασίνσκι, στη νουβέλα του Γκόγκολ, Τάρας Μπούλμπα, εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 1990.
4)Νικολάι Γκόγκολ, Το ημερολόγιο ενός τρελού και άλλες νουβέλες, εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχα-ρόπουλος, 2006.
5)Στάθης Βαλούκας, Ιστορία του κινηματογράφου,σ.560, εκδόσεις Αιγόκερως,2003.
6)Νικολάι Γκόγκολ, Παντρολογήματα, εκδόσεις Δωδώνη.
7)Γιάννης Σιδέρης, Νέο Ελληνικό Θέατρο, τ.Α΄1794-1908, Μουσείο και Κέντρο Μελέτης του Ελληνικού Θεάτρου, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1990,σ.σ.163 και 172.

Δεν υπάρχουν σχόλια: