Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Κείμενο του Μάκη Αποστολάτου στη «Φωνή της Κεφαλονιάς»

«Φωνή της Κεφαλονιάς», φύλλο Πέμπτης 20 Μαΐου 1982
Κι όμως στο Ορφανοτροφείο δεν είναι τόσο ρόδινα

Την τρομοκρατία, την πολιτική του χαφιεδισμού και την αντίδραση που επικρατούσε στο Ορφανοτροφείο περιγράφει σε επιστολή του ο κ. Μάκης Αποστολάτος, πρώην τρόφιμός του. Το γράμμα είναι τόσο εύγλωττο που δεν χρειάζεται καμία άλλη διευκρίνηση ή πρόλογο.

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Αγαπητέ κ. Διευθυντά,

Για πρώτη φορά σήμερα κι ελπίζω για τελευταία, αναγκάζομαι να βγω δημόσια και να μιλήσω όσο μπορώ πιο συνοπτικά για το Ορφανοτροφείο «Ο Σωτήρ» είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την απόλυσή μου από αυτό, που έγινε στα δεκαπέντε μου χρόνια κι αφού παρέμεινα πέντε χρόνια τρόφιμός του, λόγω χωρισμού των γονιών μου – εγκατάλειψης του ενός, ανικανότητας του άλλου – ουσιαστικά από τα δύο μου χρόνια.

Αμέτρητα είναι τα περιστατικά πού ’ζησα και θα ’χα να διηγηθώ, μα κατ’ αρχήν δεν το κάνω λόγω της σοβαρότητας της θέσης μου αλλά και του θέματος που δημιουργήθηκε. Γι’ αυτό εξ άλλου, η συνείδησή μου με έσπρωξε να γράψω τούτες τις γραμμές, σαν πρώτο ερέθισμα και αφετηρία ενημέρωσης και από μια άλλη οπτική γωνία, της κοινής γνώμης. Και φυσικού στου διαθέσιμου χώρου τα επιτρεπτά όρια.

Και τώρα επί της ουσίας. Είναι γεγονός ότι το προσωπικό που πέρασε από μέσα στο σύνολό του, έκανε ό,τι μπορούσε σχεδόν πάντα – πλην μερικών εξαιρέσεων – για να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, ιδιαίτερα το κατώτερο, τουλάχιστον τα χρόνια που έζησα στο ίδρυμα. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με το ας το πούμε «παιδαγωγικό» και το διοικητικό που ελάχιστα έχει αλλάξει η σύνθεσή του ακόμα και σήμερα. Και λέω ας πούμε, γιατί τα άτομα που είχαν τη φροντίδα διαπαιδαγώγησης των παιδιών, όχι επιστημονικές γνώσεις δεν είχαν, αλλά πέρα από μια υπολανθάνουσα εμπειρία, τους έλειπε και η στοιχειώδης γνώση της ψυχολογίας παιδιών δημοτικού και γυμνασίου, που καθημερινά και για χρόνια βρίσκονταν κάτω από την ίδια – μαζί τους στέγη. Όσο για τις κυρίες του Δ.Σ. οι οποίες, αν θυμάμαι καλά, κάθε Τρίτη έρχονταν για συνεδρίαση, ποτέ δεν έτυχε να τις ακούσω να κάνουν έναν διάλογο προσέγγισης στα πραγματικά μας προβλήματα με κάποιο παιδί. Να μας πουν μια κουβέντα ουσίας, πέρα από το στερεότυπο «τρώτε το φαγητό σας;» που τότε ακόμα το έβρισκα τόσο αστείο.

Είναι αλήθεια ότι πραγματικά εκείνους τους δύσκολους καιρούς εμείς δεν αντιμετωπίζαμε πρόβλημα επιβίωσης και κανένας και ποτέ δεν θα πρέπει να πει ότι πεινάσαμε. Αντίθετα, μας πίεζαν να φάμε και το φαγητό τις περισσότερες φορές ήταν νόστιμο και άφθονο, γιατί υπήρχε μέριμνα ως προς αυτό. Υποφερόταν επίσης και το ντύσιμό μας. Έτσι, πολλές φτωχές οικογένειες επεδίωκαν να φέρουν τα παιδιά τους να μείνουν στο ίδρυμα.

Και στέκομαι στην ψυχική διαμόρφωση και την πνευματική καλλιέργεια των τροφίμων με τα τόσα προβλήματα (κυρίως ψυχολογικά) προσωπικά αλλά και γενικότερα προσαρμογής και συνύπαρξης, μέσα σε ένα ιδιόμορφο, ευαισθητοποιημένο και συνεχώς τραυματιζόμενο σύνολο. Και λέω συνεχώς, γιατί πέρα από αυτό καθαυτό το τραύμα πού ‘χε το κάθε παιδάκι για την οικογενειακή του κατάσταση και την έλλειψη στοργής – την οποία φυσικά δεν του την πρόσφερε ένας ξένος σε αυτό χώρος – πέρα από την απουσία πραγματικής αγάπης που κανένας δεν αναπλήρωνε (είναι εκπληκτικά εύκολο στα παιδιά να καταλάβουν ποιος τα αγαπά και ποιος υποκρίνεται), συνεχώς αντιμετώπιζε με το μυαλουδάκι του τον παραλογισμό, την παγερότητα, την ακατανόητη και σχεδόν πάντα ακαταλαβίστικη και άδικη αντίδραση γεροντοκορίστικων απωθημένων που ξέσπαγαν για ασήμαντους λόγους επάνω του. Θυμάμαι ατελείωτα περιστατικά και αν ποτέ χρειαστεί θα τα αναφέρω. Σε σχέση με μένα, αρκεί να πω ότι η μητέρα μου, όταν ήρθε από την Αθήνα για να με δει, εμφανίστηκε σαν θεία μου, γιατί υπήρχε εντολή να μην την αφήσουνε να με δει κι αν αυτό δεν το κατόρθωναν, να ενημέρωναν άμεσα τον πατέρα μου. Τα γράμματα δε που μου έγραφε και της έγραφα, ανακάλυψα πως δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.

Και σα να μην έφταναν αυτά, δέχτηκα περίεργες, ανεκδιήγητες και ακατανόητες παρατηρήσεις – δε θέλω να κατονομάσω από πού εκπορευόμενες – διά στόματος της επιμελήτριας Π.Κ. μόνο και μόνο γιατί συντασσόμουνα… με τη μάνα μου, λέτε κι έκανα κάτι αφύσικο. Κοντά σ’ αυτά τα απίστευτα κι όμως αληθινά, σημειώστε την τρομοκρατία που αντιμετωπίζαμε όταν τα μεσημέρια ή κατά το βράδυ, αντί να κοιμόμαστε, προτιμούσαμε να διαβάζουμε αθωότατα βιβλία, αγγελικότατα μπροστά στα απογευματινά ή έστω τα βραδινά έργα της T.V. Πρέπει να πω ότι εισέπραξα άφθονες παρατηρήσεις για τα «κλασσικά εικονογραφημένα» που δεν προλάβαινα να κρύψω κάτω από τα ρούχα του κρεβατιού μου. Ακόμα, κάποτε πήρα μια γερή τιμωρία μια βδομάδα χωρίς μπάνιο στη θάλασσα, γιατί ανακάλυψαν ότι είχα στρώσει το στρώμα μου στο εσωτερικό του, με βιβλία, αφαιρώντας αρκετό από το μαλλί του. Και το κάρφωμα πήγαινε σύννεφο από δυο-τρία χαϊδεμένα ορφανά εκπαιδευμένα στο χαφιεδισμό, τα οποία τύχαιναν προκλητικά ιδιαίτερης μεταχείρισης. Το κλίμα νοσηρό και μεσαιωνικό, δομημένο στην άγνοια και τον τρόμο, υπέθαλπε την πονηρία και το ψέμα και το πρώτο που συνειδητοποιούσαμε στη ζωή ήταν οι νόμοι της ζούγκλας, το δουλοπρεπές γλείψιμο, η υποκρισία και άλλα παρεμφερή.

Τώρα ελπίζω οι συνθήκες να ‘χουν αλλάξει κατά πολύ, αν κρίνω από κουβέντες τροφίμων – χάρη στην T.V. που παρακολουθούν τα παιδιά, βέβαια κατά την άποψή τους – που βέβαια σε σχέση με τα όσα συνέβαιναν τότε, σίγουρα βρίσκονται στο φως μπροστά, μετά από ένα εφιαλτικό σκοτάδι. Ελάχιστα όμως άτομα άλλαξαν. Και αμφιβάλλω αν η νοοτροπία κοπαδοποίησης και υστερίας που κατείχε τα δυο-τρία από αυτά θεραπεύθηκε. Ας αναζητήσουμε τους υπευθύνους αυτής της κατάστασης οι οποίοι ποτέ εν έψαξαν λίγο κάτω από την επιφάνεια της κρούστας, να δουν την πέτρα του σκανδάλου – των βασιλικών και χριστιανικών ιδεών που έντεχνα διοχέτευε – σκανδαλίζοντας με τα καμώματά της τους έγκλειστους εφήβους. Είναι υποκρισία όταν μιλούν για απολιτικές θέσεις, όταν αυτές προσδιορίζονται ακόμα κι αν είναι αληθινές, από πολιτική τοποθέτηση.

Τοποθέτηση αντιδραστική στους προδικτατορικούς καιρούς – έχουν προσωπική αντίληψη – όταν τότε η τοποθέτηση υπέρ του Δενδρινού (εποχές εκλογών σαν ας πούμε ποδοσφαιρικό παιχνίδι) παιδιών-«οπαδών» απ’ ό,τι ελάχιστο έπαιρνε το αυτί τους, τά ‘ριχνε σε δυσμένεια. Κι ακόμα πιο μεγάλη υποκρισία, να μιλούν αυτές οι κυρίες για ουσιαστικό επαγγελματικό προσανατολισμό και σωστή κηδεμόνευση των παιδιών που απολύονται από το ίδρυμα. Δεν θα αναφερθώ στην περίπτωσή μου που, ενώ παρακαλούσα να γίνω δημοσιογράφος (γνώριζαν το ταλέντο μου και μάλιστα από την ΣΤ΄ δημοτικού δημοσίευα στίχους στο προσφιλές τους ΜΕΛΛΟΝ, αλλά με έστειλαν στη ΒΕΣ να γίνω εργοδηγός οικοδόμος, όπου όμως δεν τους έκανα το χατήρι), προτίμησαν μ’ εύστοχο τρόπο να με ξεφορτωθούν. Κι αγνοούν τι έγιναν τα άλλα παιδιά δεκάδες χρόνια τώρα που έφυγαν από το ίδρυμα. Ε λοιπόν θα σας απαντήσω. Όσα δεν φτιάχτηκαν ή δεν πέτυχαν από μόνα τους, ή δυστύχησαν και δυστυχούν ανήμπορα να σηκώσουν το βάρος της νοσηρής ανατροφής που τους έδωσαν, ή ζουν – αν αυτό είναι ζωή κι αν ζουν – διανοητικώς καθυστερημένα ή με ψυχονευρωτικές διαταραχές. Κι αλίμονο! Είναι διψήφιος, τουλάχιστον, ο αριθμός τους…

Με βαθιά λύπη,
Μάκης Αποστολάτος
Πρόεδρος της Ενωτικής Πορείας Συγγραφέων
και εκδότης του περιοδικού ΟΜΠΡΕΛΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: