Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Τσακίρειος Διαγωνισμός Ποίησης - Τιμητικές διακρίσεις (β΄ μέρος)

Βαγγέλης Κυριακός
ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Θα σε βρω μια βραδυά
Να τρυπάς την καρδιά
Και να ψάχνεις παλμούς και εικόνες
Θα σαι πάντα εκεί
Με τους άλλους μαζί
Και δε θα χεις καημούς και χειμώνες.

Θα ναι όλα γιορτή
Κι η αγάπη καυτή
Απ’ τη γη μακριά θα ‘ν’ ωραία
Μ’ ένα φύλλο χαρτί
Θα θυμάσαι εσύ
Τη ζωή σου που ήταν μοιραία.

Θα γλεντάτε πολύ
Κει στην άλλη ζωή
Θα γελάτε με μας εδώ κάτω
Που δε βλέπουμ’ εμείς
Τις αλήθειες που εσείς
Τραγουδούσατε το άδειο Σαβάτο.

Θα ναι όλα γιορτή
Κ’ η αγάπη καυτή
Απ’ τη γη μακριά θα ‘ν’ ωραία
Μ’ ένα φύλλο χαρτί
Θα θυμάσαι εσύ
Τη ζωή σου που ήταν μοιραία.

Σε θυμάμαι ξανά
Κ’ η ψυχή μου αρχινά
Μι’ απαλή, λυπηρή μελωδία
Τον σεμνό σου αυλό
Τον δοξάζ’ όπου βρω
Κι ας σε σβήσανε στην παραλία!


Μαριάννα Κωστοπούλου
ΗΜΕΡΕΣ ΑΝΕΣΤΙΕΣ

Ίχνος πορείας μεταλλικής
Πάνω σε ξυλόφωνο
Ματιών που πελάζουν χίμαιρες
Ματιών που λάμπουν
Όλο τους το φως
Χωρίς την οξύτητα
Των λυγμών που εγείρονται
Και ένα τραγούδι με τα βεγγαλικά του
Να χάνεται σε έναν ανάποδο ορίζοντα
Έτσι κατρακυλούν οι ημέρες
Που δεν βάλαμε στην άκρη
Να σωθούν
Και οι νύχτες άχραντα μυστήρια
Μέσα σε κιβώτια
Που ταξιδεύουν
Σε άγνωστο παραλήπτη.

Μαρίνα Ξένου-Κασσιανού
ΕΙΜΑΙ Η ΖΩΗ

Είμαι η αχτίδα του αστεριού.
Είμαι η δροσιά, σ’ αρχαίου βράχου τη ραγάδα.
Είμαι κοχύλι, είμαι δάκρυ τ’ ουρανού…
Μοιάζω και μ’ άνεμο και χειμωνιάτικη λιακάδα.

Τα όνειρά μου είναι γεμάτα από φως,
άμμο και φύκια, από έρημο ακρογιάλι,
γλάρους που χάνονται σε απέραντο ουρανό,
φάρου σιωπή, που ακροβατεί στο μαϊστράλι.

Είμαι η αρμύρα που τα βράχια σημαδεύει
και λαμπυρίζει στου μεσημεριού τη λάβρα…
του φεγγαριού ο δρόμος, που γυρεύει
να δροσιστεί από της θάλασσας την αύρα.

Είμαι ο έρωτας που σ’ αναμμένα χείλη
γράφει τραγούδια πόθου, πάθους με φωτιές…
Είμαι ουρανός που αιματοβάφεται το δείλι.
Είμαι και αύριο, και σήμερα, και χθες.

Είμαι το άρωμα της γης απ’ το αποβρόχι,
το ξέφρενο τραγούδι των πουλιών κάθε αυγή,
και αγκαλιά απλόχερη και μοναξιάς μετόχι…
Είμαι και κλάμα και χαρά, είμαι η ζωή!


Ιωάννης Παγώνης
ΣΤΕΡΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Μας βρήκαν δίσεχτοι καιροί. Φονιάδες πληρωμένοι
οργώνουνε τις γειτονιές γυρεύοντας ψυχές
να πάρουν, μα είναι του γραφτό ότι κοντανασαίνει,
να τη γλιτώνει πάντοτε με λίγες αμυχές.

Με τη δειλία κόψαμε κάθε δεσμό και σχέση.
Το γόνυ μας δεν κάμπτεται. Η μέσα φυλακή
στους ατσαλένιους κρίκους της μας έχει σφιχτοδέσει
και μας ποτίζει στανικά ολημερίς ρακί.

Έχουμε εμείς τα χρέη μας από καιρό ξοφλήσει.
Πληρώσαμε με μετρητά την κάθε ηδονή.
Δεύτερη η μαύρη συννεφιά μας έχει γίνει φύση,
τόσο που την ξεχάσαμε και πια δεν μας πονεί.

Βρεγμένοι ως το κόκαλο, θλιμμένοι ως το μεδούλι,
Δεν κρύβουμε τα τάλαντα στη σαπισμένη γη.
Παιχνίδι κάνοντας στερνό μ’ ένα σπασμένο πούλι
πριν πέσουμε στη θάλασσα, θα έχουμε πνιγεί.


Αρετή Παπαχρήστου
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ

Δε μένει παρά
Ο ερχομός της θάλασσας
Μέσα στα όνειρα
Με τους όψιμους έρωτες
Μεθυστικούς και άπληστους
Πεθαμένοι κιόλας στη γέννα τους
Μέσα στις αγρύπνιες της ψυχής.
Η θάλασσα
Φροντίζει πάντα
Τις σύνθετες φωνές να συμβιβάσει
Στο πέτρωμα του μετώπου.


Νίκος Πετρόπουλος
ΚΥΜΑΤΙ ΘΑΛΑΣΣΗΣ…

Σε βλέπω, κύμα, ξέπνοο να σβύνεις στ’ ακρογιάλι,
Θαρρώ πως θα σε κούρασε το ξαφνικό μπουρίνι
Κι η μάχη μεσοπέλαγα με το μικρό ποστάλι,
Που ώρες χαροπάλευε μεσ’ των νερών τη δίνη.

Όση κι αν έχεις δύναμη καράβια να ποντίζεις,
Καθώς υψώνεσαι βουνό κι ύστερα βουτάς στα βάθη,
Κι αν διαφεντεύεις πέλαγα, εμένα δε μ’ ορίζεις
Γιατί να μένω στον αφρό δελφίνια μ’ έχουν μάθει.

Πως θα με πάρεις, έλεγες, κοντά σου ταξιδιώτη
Να δω στα πέρατα της γης τον ήλιο ν’ ανεβαίνει,
Δίσκος χρυσός πελώριος μες την αυγή την πρώτη,
Σαν τότε που γεννιότανε στο φως η οικουμένη.

Μου το ‘πες και δεν το έκανες, καθόλου δεν πειράζει
Που μ’ άφησες να καρτερώ το λόγο να τιμήσεις,
Κι αν θες να ξέρεις, πιότερο απ’ όλα μου ταιριάζει
Να ταξιδεύω στ’ όνειρο, να ζω με αναμνήσεις.

Του κόσμου το απέραντο δεν είναι πια για μένα,
Μ’ ακόμα κι αν γινότανε μακριά να ταξιδέψω,
Τις ομορφιές που μου ‘ταξες δεν θα τις βρω στα ξένα,
Κρυμμένες είναι μέσα μου κι εκεί θα τις γυρέψω.

Άσε με τώρα ήσυχο, μη θέλεις και από πάνω
Να μου γκρεμίσεις τη φωλιά που έχτιζα για χρόνια,
Άσε με, κύμα, μόνο μου λιγάκι ν’ ανασάνω
Εδώ ψηλά στο βράχο μου που κρώζουν τα γλαρόνια.


Νίκος Τυρογιάννης
ΟΣΟ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙΣ

Όσο μεγαλώνεις οι εικόνες επιστρέφουν πλήρεις.

Η καλοσύνη της μάνας που ράγισε από τις πληγές.
Ο σιωπηρός τρόμος του πατέρα να σταθεί
στο ύψος του ρόλου του.
Η ροζιασμένη σοφία της γιαγιάς που ακουμπούσε
επάνω στο σεντούκι με τις αναμνήσεις.
Η αφυπνιστική αύρα της ερωμένης που διασκέδαζε μονίμως
την εικόνα της αποτυχημένης επιλογής συντρόφου.
Το δάκρυ της πρώτης κατάκτησης.
Η άγουρη νιότη που βίασες για να ωριμάσει
ο βλαστός της σοφίας.
Ο φίλος που ήλπισες πως θα ‘τανε παντοτινά δικός σου.
Η δύναμη να υφάνεις έναν κόσμο από όνειρα.

Και τελικά η εικόνα του πραγματικού.
Η αδυναμία να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι.
Η πίεση να παραδώσεις τα όπλα του ιδανικού.
Η συνειδητοποίηση της ανάγκης φυγής.
Η προσμονή του θανάτου.

1 σχόλιο:

Ομπρέλα είπε...

Τα ποιήματα που διακρίθηκαν στον Τσακίρειο Διαγωνισμό Ποίησης δημοσιεύονται επίσης στο τεύχος 91 του περιοδικού Ομπρέλα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική ανάρτηση στο παρόν ιστολόγιο.