Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Τσακίρειος Διαγωνισμός Ποίησης - Τιμητικές διακρίσεις (α΄ μέρος)

Βάσω Αλεξανδράκη
ΤΟ Χ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Το χ της ευτυχίας
Θα μείνει για πάντα άγνωστο.

Μοιραία διασταύρωση,
Αγνοεί την τελειότητα του κύκλου
Ανοίγει τις γωνίες του στο άπειρο.
Γραφική παράσταση του τυχαίου
Ισορροπεί, διστάζει, αιωρείται.
Τεντώνει τα πόδια σε διάσταση αντοχής
Και απλώνει τις κεραίες του με προσποίηση ανάτασης.
Κοινόχρηστη ελπίδα
Αψηφά τις στατιστικές
Χύνεται, δίνεται, αφήνεται
Στους αστάθμητους παράγοντες.

Σημαδεύει
Τις πιο απίθανες προβλέψεις,
Στο αιώνιο παιχνίδι των χαμένων θησαυρών.

Μια όμως είναι η αξεπέραστη δύναμή του.
Όταν διαγράφει,
Μέσα από τις πυκνές γραμμές του χρόνου που έμεινε πίσω
Όλα τα ανεξήγητα και σφαλερά,
Όλα τα λάθη και παροράματα της μνήμης.
Συμπληρώνει τα κενά της
Και με ό,τι περισσεύει
Σε επιστρέφει
Ολοκαίνουργιο
Σε ακμαίο χρόνο.


Απόστολος Αμπεριάδης
ΤΟΥΤΗ Η ΠΟΛΗ (Έξοδος)

Τούτη η πόλη ιστορίες μου χαλκεύει
Βάζει φυτίλια και μ’ αφήνει ξαφνικά
Όλο υπόσχεται πως κάτι μαγειρεύει
Μα απ’ ότι φαίνεται δεν έχει μυστικά.

Τούτοι οι δρόμοι μείναν ίδιοι τόσα χρόνια
Με αναμνήσεις που ‘χουν γίνει οχυρά
Με φως κι ανάσες φορτωμένα τα καμιόνια
Μπρος στα διόδια αραγμένα στη σειρά.

Σε χώμα άκαρπο ιδρώτα δεν θα χύσω
Δεν θα γυρίσω σε ανήλιες εποχές
Των Δαναΐδων το πηγάδι να γεμίσω
Με των ματιών μου τις απέλπιδες βροχές.

Τούτη η πόλη με το χέρι απλωμένο
Ρήτωρ δεινός να μου ζητά συμβιβασμό
Μα είμαι πια μες στο σταθμό και περιμένω
Να ‘ρθεί το τρένο που δεν έχει γυρισμό.

Κι έχω στα στήθη όνειρο κι ευχή
Μες στη βαλίτσα πηλοφόρι και μυστρί.


Μίμης Αναγνώστου
ΓΛΥΚΟ ΠΡΩΙ

Ο ήλιος ίσως μόνο θα με νιώσει.
Ολόλαμπρος την ώρα που θα βγει.
Για όσους τόπους φέρνει μιαν αυγή,
Σε χίλιους άλλους νύχτα έχει δώσει.

Εμένα που με είχανε σκλαβώσει,
Στερνό πουλί, της μάνας μου γιαβρί,
Μιας νύχτας περιμένω να με βρει,
Γλυκό πρωί να με ελευθερώσει.

Εδώ το φως… εδώ και το σκοτάδι…
Χωρίζει το πουλί απ’ τη φωλιά.
Μια ηλιαχτίδα, μ’ άγγιξε σα χάδι.

Μαντάτο στου θανάτου τα φιλιά.
Γλυκό πρωί, γλυκόπικρή μου νύχτα.
Εδώ το φως… εδώ κι η καληνύχτα.


Δημήτρης Γαλάνης
ΥΠΟΤΕΛΕΙΣ

Χάθηκα στην πόλη των ηττημένων.
Ψυχή πουθενά.

Μόνο σκιές, σκυφτές κι απρόσωπες
στέκονται σε φάλαγγα κατ’ άνδρα
για να εισπράξουν το τίμημα της σωφροσύνης:

Ευημερία και ασφάλεια
Με την εγγύηση των νικητών.

Γιατί αποδέχθηκαν πάραυτα
το τελεσίγραφο των εισβολέων
και παραδόθηκαν ήσυχα.

Δεν ήταν άλλωστε βάρβαροι οι εχθροί
για να χρειάζονται αντιστάσεις και παρόμοια.

Για την ανάπτυξη της πόλης επιτέθηκαν.
Οργάνωση κι ειρήνη ταξική
δωρίσαν σε λαό ευγνωμονούντα.

Δε ζήτησαν απ’ τους υποτελείς παρά
ν’ απαρνηθούν το πρόσωπό τους.


Μίμης Γεωργόπουλος
ΤΟ ΚΟΡΜΙ

Σαν έρθει εκείνη η στιγμή που τρέμουνε τα πόδια
αόρατα τα πνεύματα μουγκή η δοξαριά
λίγο ακόμα και μετά θα γείρει το κεφάλι
θα ξαποστάσει το κορμί θα κλείσει η ματιά

Κορμί ανήμπορο ζητάς εσύ μικρή βοήθεια
ο ίσκιος σου αμίλητος στο πλάι μοναχός
μορφή ψυχρή ανέκφραστη το βλέμμα σου συνήθεια
σε λίγο το τραγούδι σου θα είναι ένας ψαλμός

Ψηλό πλατάνι έριξε το φύλλο για σεντόνι
για να σκεπάσει στα βουβά γαλήνιο κορμί
παράξενα κελάηδησε κι αυτό το αηδόνι
τριγύρω του απλώθηκε παράξενη σιγή

Κοιμήσου ήρεμα εσύ σε τρυφερή αγκάλη
δεν κόβει τώρα το σπαθί ακίνδυνα χτυπά
η νύχτα ήρεμα περνά φεγγάρι δεν προβάλλει
ο καλπασμός ακούγεται κοντά είν’ τα στερνά.

Ο κύκλος γύρω έκλεισε ο θάνατος σιμά σου
η νιότη εταξίδεψε δεν έχει επιστροφή
ο έρωτας το θέλησε ο θάνατος χαρά σου
το τέλος σου σημάδεψε μια νέα εποχή.


Βασιλική Δημητράντζου
ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΣΕ ΤΡΟΧΑΙΟ

Σε ύπνο γλυκό βυθίστηκες, μα ξαγρυπνά η ψυχή σου,
Σε «μονοπάτια» άγνωστα με μένα περπατάς,
Μου λείπει φίλη μου φριχτά η παιδική φωνή σου
Κι έχω χαράξει στο μυαλό τον τρόπο που κοιτάς.

Σπόρος φυτεύτηκες βαθιά, μέσα στης γης τα σπλάχνα
Που δεν φτάνει το νερό και ήλιος ν’ «ανθιστεί»,
Το φοβερό το κάλεσμα προμήνυσε καμπάνα,
Δεν φτιάχτηκε η καρδούλα σου αγάπη να δεχτεί.
Υψώνοντας το βλέμμα μου στα σύννεφα και τ’ άστρα,
Αφήνω να με ξεγελούν εικόνων συνειρμοί,
Φτερούγιζες ανάμεσα σε περιστέρια άσπρα
Κι έσπασε το γέλιο σου τη γυάλινη σιωπή.
Ο χρόνος καταλάγιασε το κύμα της οδύνης
Κι έκλεισε τα δάκρυα στις άκρες του γκρεμού,
Η θύμηση όμως ξαγρυπνά της παιδικής μου φίλης,
Ώσπου για πάντα θα σβηστεί στις φλόγες του μυαλού.


Πανταζής Κορακιανίτης
ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΚΥΜΑΤΩΝ

Κάποτε τα κύματα χρυσά πουλιά που φέγγανε
Στου ήλιου τις ακτίνες και στο ασήμι της σελήνης
Για μια άλλη γη μου είπανε και άλλη ζωή μου γνέφανε
Μαζί μας έλα κι άλλο πια σε μια στεριά μην μείνεις.

Κοίταζα που χόρευαν ή άλλοτε σαν παίζανε
Που νόμισα σαν θέριευαν όλο θα με σκεπάσουν
Ξέχνα στεριά, ξέχνα φιλιά κι έλα με μας μου λέγανε
Θα δεις θα έρθει η στιγμή που όλα θα σε ξεχάσουν.

Έβλεπα στο παράθυρο το πρόσωπό της άγκυρα
Το βράχο που περίμενα τα αβέβαια να αφήσω
Καρδιά και σώμα γίνανε στη θάλασσά της λάφυρα
Κύματα πάτε αλαργινά χωρίς εσάς θα ζήσω.

Ράγισε όμως γρήγορα του έρωτα το γείσωμα
Σαν να ήτανε άμμος που ο άνεμος σε άλλα μέρη αφήνεις
Τα κύματα σαν μ’ είδανε μού ‘πανε να γυρίσω
Η καρδιά μου βότσαλο μισό που στη στεριά έχει μείνει.

1 σχόλιο:

Ομπρέλα είπε...

Τα ποιήματα που διακρίθηκαν στον Τσακίρειο Διαγωνισμό Ποίησης δημοσιεύονται επίσης στο τεύχος 91 του περιοδικού Ομπρέλα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική ανάρτηση στο παρόν ιστολόγιο.